- καουμπόης
- ο(λ. αγγλ.), αγελαδοτρόφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Άνταμς, Έντι — (Eddy Adams, 1859 – 1935). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από την Ιντιάνα των ΗΠΑ και έζησε ως καουμπόης στο Τέξας. Στα αυτοβιογραφικά του έργα περιγράφει με θαυμαστές λεπτομέρειες και εντυπωσιακή ενάργεια τη μεγάλη εποχή του λεγόμενου… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek